ὡραιότητι

ὡραιότητι
ὡραιότης
the ripeness of the fruits of the year
fem dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ωραιότητα — η / ὡραιότης, ητος, ΝΜΑ [ωραίος] η ιδιότητα τού ωραίου, κάλλος, ομορφιά αρχ. 1. (για πράγμ.) καλή ποιότητα («τῇ ὡραιότητι τοῡ οἴνου διελέσθαι σκῡλα», ΠΔ) 2. η ωριμότητα τών καρπών τού έτους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”